ἀνέπαυσ' — ἀνέπαυσα , ἀναπαύω make to cease aor ind act 1st sg ἀνέπαυσε , ἀναπαύω make to cease aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπαύω — αναπαύω, ανέπαυσα (σπάν. ανάπαυσα) και ανάπαψα βλ. πίν. 19 , βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής